«Στου
Κεμάλ το σπίτι»
Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα, που ερχόταν στο κατώφλι μας κάθε
χρονιά, την εποχή που γίνονται τα μούρα, ζητώντας με ευγένεια να της δώσουμε
λίγο νερό απ' το πηγάδι της αυλής. Έμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηρούσε όμως
πάνω της ίχνη μιας μεγάλης αρχοντικής ομορφιάς. Και μόνο ο τρόπος που έπιανε το
ποτήρι, έφτανε για να σχηματίσει κανείς την εντύπωση πως η γυναίκα αυτή στα
σίγουρα ήταν μια αρχόντισσα. Δίνοντάς μας πίσω το ποτήρι, ποτέ δεν παρέλειπε να
μας πει στα τούρκικα την καθιερωμένη ευχή, που μπορεί να μην καταλαβαίναμε
ακριβώς τα λόγια της, πιάναμε όμως καλά το νόημά της: "Ο Θεός να σας
ανταποδώσει το μεγάλο καλό". Ποιο μεγάλο καλό; Ιδέα δεν είχαμε.
Καθόταν ήσυχα για ώρα πολλή στο κατώφλι της αυλής, κι αντί να κοιτάζει κατά το
δρόμο ή τουλάχιστο κατά το πλαϊνό σπίτι του Κεμάλ, αυτή στραμμένη έριχνε
κλεφτές ματιές προς το δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε πότε έκλεινε
τα μάτια και το πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ονόματα παράξενα.
Εμείς, πάντως, δεν παραλείπαμε να της δίνουμε μούρα απ' την ντουτιά, όπως
άλλωστε δίναμε σ' όλη τη γειτονιά και σ' όποιον περαστικό μας ζητούσε. Η ξένη
τα έτρωγε σιγανά, αλλά με ζωηρή ευχαρίστηση. Δε μας φαινόταν παράξενο που της
άρεζαν τα μούρα μας τόσο πολύ. Το δέντρο μας δεν ήταν από τις συνηθισμένες
μουριές, απ' αυτές που κάνουν εκείνα τα άνοστα νερουλιάρικα μούρα. Το δικό μας
έκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σα βύσσινα, και πολύ κόκκινα στο χρώμα. Ήταν ένα
δέντρο παλιά και τεράστιο, τα κλαδιά του ξεπερνούσαν το δίπατο σπίτι μας.
Μοναχά ένα κακό είχε∙ τα φύλλα του ήταν σκληρά και οι μεταξοσκώληκές μου δεν
μπορούσαν να τα φάνε. Ήταν, πάντως, δέντρο φημισμένο σ' όλο το Ισλαχανέ κι
ακόμα πιο πέρα.
Την πρώτη φορά που είχε καθίσει η άγνωστη γυναίκα στο κατώφλι μας, δε σκεφτήκαμε να της προσφέρουμε μούρα, όμως σε λίγο μας ζήτησε η ίδια λέγοντας πως ήθελε να φυτέψει το σπόρο τους στον μπαχτσέ της. Έφαγε μερικά και τα υπόλοιπα τα έβαλε σ' ένα χαρτί και έφυγε χαρούμενη.
Τη δεύτερη φορά, θα ήταν κατά το τριάντα οχτώ, δυο χρόνια, πάντως, μετά την πρώτη, δεν έβαλε μούρα στο χαρτί. Κάθισε και τα έφαγε ένα ένα στο κατώφλι. Φαίνεται πως ο σπόρος απ' τα προηγούμενα είχε αποδώσει, αλλά για να δώσει και μούρα έπρεπε, βέβαια, να περάσουν χρόνια. Το δέντρο αυτό, όπως όλα τα δέντρα που μεγαλώνουν σιγά, ζει πολλά χρόνια και αργεί να καρπίσει.
Η γυναίκα ξαναφάνηκε και τον επόμενο χρόνο, λίγο πριν απ' τον πόλεμο. Όμως τη φορά αυτή της προσφέραμε νερό απ' τη βρύση. Αρνήθηκε να πιει το νερό. Μόλις το έφερε στο στόμα, μας κοίταξε στα μάτια και μας έδωσε πίσω το γεμάτο ποτήρι. Επειδή την είδαμε ταραγμένη, θελήσαμε να της εξηγήσουμε. Ο σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι. "Τώρα που σας έφερα το νερό στις κουζίνες σας, δε σας χρειάζεται το πηγάδι", μας είχε πει. Η γυναίκα βούρκωσε, δε μας έδωσε όμως καμιά εξήγηση για την τόση λύπη της. Για να την παρηγορήσουμε της δώσαμε περισσότερα μούρα κι η γιαγιά μου της είπε κάτι που την έκανε να τιναχτεί: "Θα σου τα έβαζα σ' ένα κουτί, αλλά δε βαστάνε για μακριά". Και πράγματι είχαμε αρχίσει κάτι να υποπτευόμαστε. Την άλλη φορά είδαμε, πως μόλις έφυγε από μας, πήγε δίπλα στου Κεμάλ το σπίτι, όπου την περίμενε μια ομάδα από τούρκους προσκυνητές, που κοντοστέκονταν στο πεζοδρόμιο. Εμείς ως τότε θαρρούσαμε πως είναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, απ' τις πάμπολλες εκείνες, που δεν ήξεραν λέξη ελληνικά, μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε γίνει με βάση τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα. Η αποκάλυψη αυτή στη αρχή μάς τάραξε. Δε μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι, σα μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας; Και τι ακριβώς ήθελε από μας αυτή η γυναίκα; Πάνω σ' αυτό δεν απαντήσαμε, κοιταχτήκαμε όμως βαθιά υποψιασμένοι. Και τα επόμενα λόγια μας έδειχναν πως η καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως από συμπάθεια κι ελπίδα. Είχαμε κι εμείς αφήσει σπίτια και αμπελοχώραφα εκεί κάτω.
Η τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τον πόλεμο. Εμείς καθόμασταν πια σε άλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, όμως την είδαμε μια μέρα να κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι του παλιού σπιτιού μας. Ο πρώτος που την είδε, ήρθε μέσα και φώναξε: "η τουρκάλα!" Βγήκαμε στα παράθυρα και την κοιτάζαμε με συγκίνηση. Παραλίγο να την καλέσουμε απάνω στο σπίτι - τόσο μας είχε μαλακώσει την καρδιά η επίμονη νοσταλγία της. Όμως αυτή κοίταζε ακίνητη την κατάγυμνη αυλή και το έρημο σπίτι. Μια ιταλιάνικη μπόμπα είχε σαρώσει τη ντουτιά κι είχε ρημάξει το καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς να καταφέρει να το γκρεμίσει.
Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε - δεν ήρθε, άγνωστο. Άλλωστε και να 'ρχότανε δε θα 'βρισκε πια το κατώφλι με το αφράτο μάρμαρο για να ξαποστάσει. Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία απ' τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τι μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους.
Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα, ιδίως όταν το σκάψιμο θα έχει φτάσει στα θεμέλια, κι ίσως μπορέσω να εμποδίσω ή τουλάχιστο να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος. Την προηγούμενη φορά είχε βρεθεί εκεί στα βάθη ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό, που άρχιζε απ' το οικόπεδο του δικού μας σπιτιού και συνεχιζόταν προς το σπίτι του Κεμάλ. Το ψηφιδωτό αυτό οι δασκαλεμένοι εργάτες το σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα για να μην τους σταματήσουν οι αρμόδιοι. Πάντως, τις ώρες που το έβλεπε το φως του ήλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια απ' την έκθαμβη γειτονιά. Όλοι μιλούσανε για την ομορφιά και την παλιά δόξα, μα ανάμεσα στα δυνατά λόγια και τις φωνές, άκουσα μια γρια να σιγολέει: «Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης, που είχε μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά. Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα».
Την πρώτη φορά που είχε καθίσει η άγνωστη γυναίκα στο κατώφλι μας, δε σκεφτήκαμε να της προσφέρουμε μούρα, όμως σε λίγο μας ζήτησε η ίδια λέγοντας πως ήθελε να φυτέψει το σπόρο τους στον μπαχτσέ της. Έφαγε μερικά και τα υπόλοιπα τα έβαλε σ' ένα χαρτί και έφυγε χαρούμενη.
Τη δεύτερη φορά, θα ήταν κατά το τριάντα οχτώ, δυο χρόνια, πάντως, μετά την πρώτη, δεν έβαλε μούρα στο χαρτί. Κάθισε και τα έφαγε ένα ένα στο κατώφλι. Φαίνεται πως ο σπόρος απ' τα προηγούμενα είχε αποδώσει, αλλά για να δώσει και μούρα έπρεπε, βέβαια, να περάσουν χρόνια. Το δέντρο αυτό, όπως όλα τα δέντρα που μεγαλώνουν σιγά, ζει πολλά χρόνια και αργεί να καρπίσει.
Η γυναίκα ξαναφάνηκε και τον επόμενο χρόνο, λίγο πριν απ' τον πόλεμο. Όμως τη φορά αυτή της προσφέραμε νερό απ' τη βρύση. Αρνήθηκε να πιει το νερό. Μόλις το έφερε στο στόμα, μας κοίταξε στα μάτια και μας έδωσε πίσω το γεμάτο ποτήρι. Επειδή την είδαμε ταραγμένη, θελήσαμε να της εξηγήσουμε. Ο σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι. "Τώρα που σας έφερα το νερό στις κουζίνες σας, δε σας χρειάζεται το πηγάδι", μας είχε πει. Η γυναίκα βούρκωσε, δε μας έδωσε όμως καμιά εξήγηση για την τόση λύπη της. Για να την παρηγορήσουμε της δώσαμε περισσότερα μούρα κι η γιαγιά μου της είπε κάτι που την έκανε να τιναχτεί: "Θα σου τα έβαζα σ' ένα κουτί, αλλά δε βαστάνε για μακριά". Και πράγματι είχαμε αρχίσει κάτι να υποπτευόμαστε. Την άλλη φορά είδαμε, πως μόλις έφυγε από μας, πήγε δίπλα στου Κεμάλ το σπίτι, όπου την περίμενε μια ομάδα από τούρκους προσκυνητές, που κοντοστέκονταν στο πεζοδρόμιο. Εμείς ως τότε θαρρούσαμε πως είναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, απ' τις πάμπολλες εκείνες, που δεν ήξεραν λέξη ελληνικά, μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε γίνει με βάση τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα. Η αποκάλυψη αυτή στη αρχή μάς τάραξε. Δε μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι, σα μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας; Και τι ακριβώς ήθελε από μας αυτή η γυναίκα; Πάνω σ' αυτό δεν απαντήσαμε, κοιταχτήκαμε όμως βαθιά υποψιασμένοι. Και τα επόμενα λόγια μας έδειχναν πως η καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως από συμπάθεια κι ελπίδα. Είχαμε κι εμείς αφήσει σπίτια και αμπελοχώραφα εκεί κάτω.
Η τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τον πόλεμο. Εμείς καθόμασταν πια σε άλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, όμως την είδαμε μια μέρα να κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι του παλιού σπιτιού μας. Ο πρώτος που την είδε, ήρθε μέσα και φώναξε: "η τουρκάλα!" Βγήκαμε στα παράθυρα και την κοιτάζαμε με συγκίνηση. Παραλίγο να την καλέσουμε απάνω στο σπίτι - τόσο μας είχε μαλακώσει την καρδιά η επίμονη νοσταλγία της. Όμως αυτή κοίταζε ακίνητη την κατάγυμνη αυλή και το έρημο σπίτι. Μια ιταλιάνικη μπόμπα είχε σαρώσει τη ντουτιά κι είχε ρημάξει το καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς να καταφέρει να το γκρεμίσει.
Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε - δεν ήρθε, άγνωστο. Άλλωστε και να 'ρχότανε δε θα 'βρισκε πια το κατώφλι με το αφράτο μάρμαρο για να ξαποστάσει. Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία απ' τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τι μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους.
Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα, ιδίως όταν το σκάψιμο θα έχει φτάσει στα θεμέλια, κι ίσως μπορέσω να εμποδίσω ή τουλάχιστο να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος. Την προηγούμενη φορά είχε βρεθεί εκεί στα βάθη ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό, που άρχιζε απ' το οικόπεδο του δικού μας σπιτιού και συνεχιζόταν προς το σπίτι του Κεμάλ. Το ψηφιδωτό αυτό οι δασκαλεμένοι εργάτες το σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα για να μην τους σταματήσουν οι αρμόδιοι. Πάντως, τις ώρες που το έβλεπε το φως του ήλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια απ' την έκθαμβη γειτονιά. Όλοι μιλούσανε για την ομορφιά και την παλιά δόξα, μα ανάμεσα στα δυνατά λόγια και τις φωνές, άκουσα μια γρια να σιγολέει: «Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης, που είχε μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά. Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα».
Από τη συλλογή διηγημάτων Η μόνη κληρονομιά (1974)
Εν ταις ημέραις εκείναις…
Θα προσπαθήσω ώστε η κατάθεσή
μου αυτή για το διωγμό και την εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης επί
γερμανικής κατοχής να είναι ξερή — ξερή και στεγνή — χωρίς ιστορικές και φιλολογικές
επεκτάσεις ή αμφίβολα ακούσματα. Και όλα αυτά από σεβασμό προς το φριχτό
μαρτύριό τους, που μόνο το πένθος και την άκρα σοβαρότητα εμπνέει.
Δεν είναι, άλλωστε, πολλά,
ούτε ιδιαιτέρως συνταραχτικά αυτά που έχω να πω εγώ για την υπόθεση, γιατί
ήμουν τότε μικρό παιδί — φτωχός και περίκλειστος έφηβος — με βάσανα και
προβλήματα, που τον κρατούσαν κιόλας σε απόσταση από τους άλλους. Πάντως, οι
Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη ήταν τόσο πολλοί και τόσο μπλεγμένοι με τη ζωή μας,
ώστε όσο κλειστός και αν ήσουν ήταν αδύνατο να μην υποπέσει στην αντίληψή σου η
συμφορά, που τους είχε βρει.
Αλλά και οι Εβραίοι σαν λαός
ήταν ανέκαθεν πολύ κλειστοί και ιδιαίτερα αποτραβηγμένοι από μας, κι αυτή τη
στάση εξακολούθησαν, δυστυχώς, να την κρατούν και όταν οι Γερμανοί άρχισαν να
τους περισφίγγουν. Δεν ξέρω ακριβώς τους λόγους της απόστασης — αν και τους
υποθέτω — αλλά νομίζω πως ήταν βαρύ σφάλμα τους αυτό. Θα είχαν σωθεί και άλλοι
τους, πολύ περισσότεροι. Ο διωγμός, βέβαια, και η εξόντωση δεν επρόκειτο να
αποτραπεί, αλλά θα σώζονταν και άλλοι, ιδίως νεότεροι. Υποθέτω πως η
σατανικότητα και η αποφασιστική σκληρότητα των διωκτών έκανε τους Εβραίους να
προτιμήσουν σιωπηλά την οδό του μαρτυρίου, που τη φαντάζονταν, βέβαια, φριχτή,
μα με κάποιο λογικό τέρμα. Και γελάστηκαν οικτρά.
Είναι αλήθεια ότι ο ελληνικός
λαός είχε από πάντοτε μια στάση αδιάφορης ανοχής απέναντι των Εβραίων. Ούτε
τους αγαπούσε μα ούτε και τους μισούσε. Τους ψιλοκορόιδευε, βέβαια, πράγμα που
το μαρτυρούν και τα διάφορα ανέκδοτα καθώς και οι χαρακτηρισμοί. Αλλά μίσος με
κανέναν τρόπο δεν έτρεφε, εκτός φυσικά από μεμονωμένες περιπτώσεις προσωπικών
διαφορών, άγριων εμπορικών ανταγωνισμών και αρπακτικών ενεργειών. Αλλά αυτά
συμβαίνουν, και πολύ συχνά μάλιστα, και μεταξύ των ατόμων του ίδιου λαού.
Υπήρχαν ακόμα και κάποιες οργανωμένες αντισημιτικές ομάδες, που όμως ήταν τόσο
ασήμαντες, ώστε δεν κατόρθωσαν να παίξουν ολέθριο ρόλο ούτε και στη διάρκεια
της κατοχής.
Οι Εβραίοι, πάλι, ανταπέδιδαν
την αδιαφορία με αδιαφορία ή με ψεύτικα χαμόγελα και ψευτοπεριποιήσεις, καθώς
και διφορούμενες διπλωματικές φράσεις, που έμειναν θρυλικές. Και πιθανώς με
ανέκδοτα, που ακόμα δεν ξεθάρρεψαν να μας τα πούνε.
Πάντως, όσο κι αν η
Θεσσαλονίκη είχε παντού Εβραίους, το κάτω τμήμα της, αυτό ιδίως το δυτικό, είχε
τους πιο πολλούς, είτε ως υπαλλήλους είτε ως καταστηματάρχες είτε και ως
οικογένειες. Ακριβώς σ’ αυτό το τμήμα τους γνώρισα καλύτερα και μέσα σ’ αυτό
τους θυμάμαι.
Από το 1941 κατοικούσαμε στο
ψηλότερο πάτωμα ενός σπιτιού της οδού Ιουστινιανού, που είχε στην αρχή αριθμό 8
και μετά 14. Η οδός Ιουστινιανού είναι αυτή που αρχίζει απέναντι από την
Αχειροποίητο και, διακοπτόμενη από την πλατεία Δικαστηρίων, φτάνει μέχρι το
λεγόμενο «Καραβάν-Σαράι». Εμείς κατοικούσαμε στο τμήμα της Ιουστινιανού, που
ορίζεται καθέτως από τη Χαλκέων και τη Βενιζέλου. Η περιοχή, όπως διαβάζω στα
βιβλία, ονομαζόταν «Παλαιά Οβριακή», πράγμα που πιθανώς σημαίνει ότι εκεί
κατοικούσαν παλαιοί Εβραίοι, αρχαίοι, ή βρισκόταν εκεί η παλαιότερη συνοικία
των Εβραίων.
Και το 1941 κατοικούσαν στην
«Παλιά Οβριακή» πολλοί Εβραίοι, που αποτελούσαν τουλάχιστο το ένα τρίτο των
κατοίκων της γειτονιάς. Δεν φαίνονταν φτωχοί, μα ούτε και πλούσιοι.
Καταστηματάρχες ίσως οι περισσότεροι, μικρών και μεσαίων καταστημάτων. Ζούσαν,
όπως είπαμε, πολύ περιορισμένοι μέσα στα σπίτια τους, πολύ αφοσιωμένοι στις
οικογένειές τους και απέφευγαν τις σχέσεις μαζί μας.
Οι περισσότερες από αυτές τις
οικογένειες είχαν μαζευτεί, όπως μάθαμε, σχεδόν μαζί με μας στην Παλιά Οβριακή.
Μετακινήθηκαν από τις μεμονωμένες κατοικίες τους και έπιασαν σπίτια στο κέντρο,
που προηγουμένως όλοι το απόφευγαν, γιατί βομβαρδιζόταν συχνότερα. Αυτό το
έκαναν γιατί προφανώς πίστευαν ότι στο κέντρο της πόλης, στη βιτρίνα της, θα
ήταν πιο προφυλαγμένοι από τις αυθαιρεσίες ενός κατακτητή, που δεν έκρυβε το
μίσος του γι’ αυτούς.
Στο δικό μας σπίτι,
Ιουστινιανού 8, κατοικούσαν δύο οικογένειες Εβραίων στο δεύτερο πάτωμα, που το
κρατούσαν από κοινού. Είχαν έρθει λίγο πριν από μας. Ήταν δύο ζευγάρια και
είχαν τρία παιδιά.
Ένα κοκκινομάλλικο κορίτσι με
πρέκνες στο πρόσωπο δεκατέσσερα με δεκαπέντε χρονώ, ένα παλικαράκι δεκαεφτά με
δεκαοχτώ και ένα μικρό αγόρι τρία με τέσσερα χρονώ, που το έλεγαν Ίνο. Τα δυο
μεγάλα πήγαιναν σε κάποιο σχολείο, αλλά μάλλον σε κάποιο ξένο, στο γαλλικό
ίσως. Δε θυμάμαι ονόματα άλλα, παρά μόνον ένα επίθετο. Ο ένας τους ελέγετο
«Σιντώ». «Μαντάμ Σιντώ», λέγαμε τη μία κυρία, η οποία συχνά στις σκάλες μιλούσε
στα γαλλικά με την επίσης γαλλομαθή νοικοκυρά μας, Ασημώ Κορμπάνογλου, από τα
μέρη της Ανατολικής Ρωμυλίας. Πάντως, με τις δυσκολίες που είχαμε όλοι μας και
με τις φοβερές δυσκολίες, που αντιμετώπιζαν οι Εβραίοι, δεν είχαμε παρά
ελάχιστα γνωριστεί. Άλλωστε, εγώ ήμουν μικρό παιδί και δεν μπορούσα να αναπτύξω
μόνος μου σχέσεις. Μια φορά πήγα μαζί με τον κύριο Σιντώ για κάποια δουλειά στο
μαγαζί του, που βρισκόταν πίσω από την αγορά Μοδιάνο, στην Κομνηνών. Δεν ξέρω
τι μαγαζί ήταν, γιατί, όπως όλα τα μαγαζιά της εποχής, δεν είχε εμπορεύματα.
Κάτω από το σπίτι της
Ιουστινιανού υπήρχαν δύο μαγαζιά. Το ένα φούρνος και το άλλο καφεκοπτήριο. Το
καφεκοπτήριο το είχε ο Εβραίος Αζούς. Το μαγαζί, που δεν πουλούσε, βέβαια, τότε
καφέ αληθινό, αλλά από ρεβίθι, κριθάρι ή σιτάρι, το γύριζε ό πατέρας με τα δυο
του παλικάρια. Ήταν ωραίοι άνθρωποι αυτοί, με ωραία σωματική διάπλαση και κάτι
μεγάλα εκφραστικά μάτια σαν Αρμένηδες. Οι δυο νεαροί, μάλιστα, ήταν παλαιστές ή
πυγμάχοι κι αυτό φαινόταν αμέσως στο φκιάσιμό τους. Δεν ξέρω πού κατοικούσαν οι
Αζούς, αλλά τον περισσότερο χρόνο βρίσκονταν στο μαγαζί ή στο πεζοδρόμιο, έξω
από το μαγαζί τους. Άλλωστε, και οι άλλοι μαγαζάτορες συνήθως στο πεζοδρόμιο
βρίσκονταν, καθώς το τμήμα αυτό της Ιουστινιανού είχε — και έχει — πολλά
καταστήματα επίπλων, που τα έβγαζαν από το πρωί στο πεζοδρόμιο. Έπιπλα, παρ’
όλη την πείνα, πουλιόντουσαν και τότε. Τα αγόραζαν, κυρίως, οι μαυραγορίτες, οι
Γερμανοί και οι χωρικοί. Πολλά από τα μαγαζιά αυτά ανήκαν σε Εβραίους.
Στα άλλα σπίτια, ιδίως στην
οδό Σιατίστης, κατοικούσαν πολύ περισσότεροι Εβραίοι, κι αυτό φάνηκε, όταν μετά
το μάζεμά τους, τα σπίτια αυτά ερήμωσαν. Και θαρρώ πως έμειναν και χωρίς
νοικοκυραίους, καθώς οι ιδιοκτήτες τους έλαβαν την άγουσα προς τα στρατόπεδα.
Το τμήμα της Ιουστινιανού από
τη Χαλκέων ως τη Βενιζέλου σχηματίζει, μαζί με την κάθετο σ’ αυτό οδό
Σιατίστης, ένα Ταυ, που εάν φρουρήσεις τις τρεις εξόδους του — Χαλκέων,
Βενιζέλου και Φιλίππου — ελέγχεις όλη τη γειτονιά. Αυτό ακριβώς έκαναν και οι
Γερμανοί. Όταν ήρθε το φριχτό πλήρωμα του χρόνου, την άνοιξη του 1943, και
αποφάσισαν να κινήσουν το διωγμό, που με τόση επιμέλεια είχαν όλο αυτό το
διάστημα προετοιμάσει, ένα από τα προσωρινά γκέτο που δημιούργησαν ήταν και
αυτό το Ταυ των οδών Ιουστινιανού και Σιατίστης.
Είναι γνωστή, ή μάλλον αρκετά
γνωστή, η διαδικασία, που τηρήθηκε για να επιτευχθεί, χωρίς ιδιαίτερη
αναταραχή, το μάντρωμα τόσων χιλιάδων ανθρώπων. Ακόμα και τα εγκλήματα που
γίνονται με πλήρη άνεση από πάνοπλους εις βάρος αόπλων, ακόμα κι αυτά έχουν τις
δυσκολίες τους. Και άμα είσαι σχολαστικός και μανιακός με την τάξη, τότε η
ακαταστασία μπορεί να σε αρρωστήσει. Έτσι κι εδώ· υπήρχαν προβλήματα για την
τρομοκράτηση, προβλήματα για την περιφρόνηση, προβλήματα για τον εξευτελισμό,
την απογραφή, το σημάδεμα, την καταλήστευση των περιουσιών, το μάντρωμα, τη
μεταφορά στο σταθμό, την παραμονή κοντά στο σταθμό, ώσπου να ετοιμασθεί τρένο,
τη μεταφορά με τα τρένα, την τελική καταλήστευση καθ’ οδόν, τη διαλογή, την
κάποια χρησιμοποίηση, την άμεση εξόντωση των αδύναμων, την εξόντωση τελικά
όλων. Αυτά‚ έπρεπε να λυθούν, ήθελαν δουλειά, σχέδια. Και λύθηκαν, πράγματι,
κατά ιδανικό τρόπο.
Πρώτα πρώτα, από την αρχή της
κατοχής εμφανίστηκαν σε ορισμένα μαγαζιά, και μάλιστα της Τσιμισκή, κάτι
τυπωμένα χαρτόνια, που έγραφαν: «Οι Εβραίοι είναι ανεπιθύμητοι». Τα χαρτόνια
αυτά τα έβαζαν στο τζάμι της βιτρίνας και της εισόδου. Στην αρχή αυτό μας έκανε
εντύπωση, άσχημη εντύπωση, αλλά γρήγορα το συνηθίσαμε, καθώς είχαμε κάθε μέρα
και νέα βάσανα. Στο κάτω κάτω εμείς δεν ήμασταν Εβραίοι…
Ύστερα μάθαμε πως στην πλατεία
Ελευθερίας — τι ειρωνική σύμπτωση! — οι Εβραίοι έπαθαν από τους Γερμανούς
μεγάλη νίλα κάποιο πρωινό. Αυτά όλα τα μαθαίναμε από τον κόσμο. Οι Εβραίοι του
σπιτιού μας δεν έβγαζαν άχνα. Εκείνος όμως ο κύριος Σιντώ είχε μείνει πετσί και
κόκαλο.
Κάποιο χειμωνιάτικο πρωί
αντικρίσαμε ξαφνικά ορισμένους να κυκλοφορούν στους δρόμους μ’ ένα μεγάλο
πάνινο κίτρινο άστρο στο μέρος της καρδιάς. Ήτανε οι Εβραίοι που είχαν πάρει
διαταγή να το φορούν και στην παραμικρή τους μετακίνηση, αλλιώς κινδυνεύαν. Και
αυτό δε σήμαινε τίποτε άλλο από θάνατο. Οι Εβραίοι του σπιτιού μας και πάλι δεν
έβγαζαν άχνα. Νόμιζαν ίσως πως με την άκρα υπομονή και ταπείνωση θα κατόρθωναν
να κάμψουν τον παράφρονα διώκτη τους.
Η Θεσσαλονίκη για αρκετές
ημέρες, όχι περισσότερες από μήνα, είχε πλημμυρίσει από κίτρινα κινούμενα
άστρα. Πραγματικά ήταν πολύ καλομελετημένο το σημάδι. Διακρινόταν από πολύ
μακριά. Ο συμμαθητής μας – στο Γ’ Γυμνάσιο αρρένων – Μπεραχιάς ήρθε στο σχολείο
φορώντας το άστρο του. Τα παιδιά, που δεν καταλαβαίνουν από τέτοια, είδαν το
πράγμα από την εύθυμη πλευρά και άρχισαν να τον πειράζουν. Ήταν, άλλωστε, οι
περισσότεροι παιδιά των πάνω συνοικιών της Θεσσαλονίκης, όπου είχε ελάχιστους
Εβραίους, και ήταν ασυνήθιστοι στη θέα του άστρου. Εκτός αυτού ήταν παιδιά της
εργατιάς, της φτωχολογιάς, κακομαθημένα, πεινασμένα, αρπακτικά, σκληρά παιδιά,
με πολλή ζήλια μέσα τους προς την οικονομική άνεση. Ακόμη και εμένα με
τυραννούσαν, γιατί ήμουν πιο συμμαζεμένος από αυτούς. Κάποια στιγμή, θυμάμαι,
ένας τους έκανε ένα χάρτινο σταυρό, πήρε ρετσίνι από τα πεύκα της αυλής, και
κόλλησε το σταυρό στη ράχη του Μπεραχιά, στο παλτό του. Ο καημένος ο Μπεραχιάς,
είχε κάτι το μη παιδικό απάνω του, περπατούσε αργά με το άστρο μπροστά και το
σταυρό στην πλάτη. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι γινόταν καμιά καζούρα γύρω του.
Ήταν ένα κακόγουστο αστείο, που είναι ζήτημα αν ο ίδιος το κατάλαβε. Σε λίγες
μέρες έπαψε να έρχεται σχολείο. Ήταν ένα παιδί ψηλό, σιωπηλό, αργοκίνητο και
πάρα πολύ ήσυχο.
Ήμουν ίσως ο μόνος από τους
συμμαθητές μου που κατοικούσα μέσα σε τόσους Εβραίους. Πήγαινα σ’ αυτό το
σχολείο, γιατί όταν το είχα αρχίσει καθόμασταν στην περιφέρειά του. Όταν
μετακομίσαμε, βρεθήκαμε στην περιφέρεια του Δ’ αρρένων, μα εγώ εξακολουθούσα να
πηγαίνω στο Γ’. Καθώς, λοιπόν, δεν είχαμε Εβραίους, οι συμμαθηταί μου δεν
ενδιαφέρονταν για τα παθήματά τους, γι’ αυτό και εγώ δε μιλούσα καθόλου για όσα
έβλεπα και άκουγα στη γειτονιά μου. Ακολουθούσα ασυναίσθητα την τακτική σιωπής
των Εβραίων απέναντι σε τρίτους. Το ίδιο έκαμνα και στα συσσίτια των
κατηχητικών σχολείων, όπου έτρωγα κάθε μεσημέρι. Δε γινόταν λόγος και δε
μιλούσα. Και δε νομίζω πως ήταν από φόβο. Δεν είχαμε συναίσθηση του κινδύνου.
Έτσι δεν είπα τίποτα, όταν
κάποια μέρα είδα στην πόρτα του διαμερίσματος των Εβραίων κολλημένο απέξω ένα
χαρτί, που έγραφε τα ονόματα αυτών που κατοικούσαν μέσα. Τα ονόματα ήταν πολύ
περισσότερα απ’ όσα ξέραμε κι έτσι μάθαμε πως μέσα στο διαμέρισμα είχαν
εγκατασταθεί – άθελά τους, βέβαια – και άλλες οικογένειες Εβραίων, από άλλες
γειτονιές, μη εβραϊκές, όπου ήταν δύσκολο να φρουρούνται.
Η γειτονιά μας, λοιπόν, το Ταυ
αυτό που περιέγραψα πρωτύτερα, γινόταν γκέτο εβραϊκό. Ταυτόχρονα, στις εξόδους
του Ταυ – Χαλκέων, Βενιζέλου και Φιλίππου – έκαναν την εμφάνισή τους σκοποί
χωροφύλακες – δικοί μας χωροφύλακες – που φρουρούσαν μέρα και νύχτα. Αυτό
σήμαινε ότι οι Εβραίοι και με το άστρο ακόμα δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν στην
πόλη, παρά μόνο στο γκέτο τους. Κι αυτό, βέβαια, ορισμένες ώρες. Τώρα,
φαντάζομαι ότι θα είχαν δημιουργηθεί και πολλά άλλα τέτοια γκέτο. Έτσι, οι
Εβραίοι, όπου βρέθηκαν, βρέθηκαν. Δεν μπορούσαν πια να πάνε ούτε στα μαγαζιά
τους, ούτε στους συγγενείς τους, αν αυτοί έμεναν σε άλλο γκέτο, ούτε στα ψώνια
τους. Έπαψαν σχεδόν να κυκλοφορούν.
Κλεισμένοι στα σπίτια τους,
καρτερούσαν. Στους δρόμους του γκέτο, εκτός από μας, κυκλοφορούσαν, και μάλιστα
με ζωηρότητα, ορισμένοι νεαροί Εβραίοι, με ένα κίτρινο περιβραχιόνιο στο
μπράτσο. Ήταν, φαίνεται, ένα είδος πολιτοφύλακες, που τους είχε ορίσει η
Κοινότητα, ίσως και οι Γερμανοί. Τους μισούσαμε, πάντως, χωρίς να ξέρουμε
ακριβώς το λόγο. Η κινητικότητα και η αυτοπεποίθησή τους τούς έκαμνε ύποπτους
στα μάτια μας. Και μάλλον είχαμε δίκαιο, γιατί μερικοί από αυτούς έκαναν την
εμφάνισή τους στη γειτονιά και μετά το μάζεμα των Εβραίων, έχοντας πάντα το
ίδιο ύφος. Ύστερα δεν ξαναφάνηκαν.
Οι υπόλοιποι, εμείς,
μπαινοβγαίναμε στο μεταξύ ελεύθερα από το γκέτο. Εγώ πήγαινα κανονικά στο
σχολείο και οι δικοί μου στις διάφορες δουλειές. Ουδείς μας εμπόδισε, ούτε μας
ζήτησε ποτέ ταυτότητα. Και μήπως είχαμε ταυτότητα; Γι’ αυτό πιστεύω πάντοτε,
πως ακόμα και την ύστατη εκείνη στιγμή ήταν αρκετά εύκολη η διαφυγή πολλών
Εβραίων. Βέβαια, υπήρχαν εκείνες οι καταστάσεις στην πόρτα. Αλίμονό τους αν δε
βρίσκονταν σωστοί σε μια καταμέτρηση.
Στο σπίτι μου
σιγοκουβεντιάζουν ότι θα τους πάρουν, θα τους «σηκώσουν», όπου να ‘ναι, οι
Γερμανοί τους Εβραίους. Τους λυπόμασταν, βέβαια, πάρα πολύ, αλλά δε βάζαμε με
το νου μας το κακό, που σε λίγο έγινε. Ούτε και οι Εβραίοι – αυτοί του σπιτιού
μας, τουλάχιστον – έβαζαν τέτοια συμφορά με το νου τους. Η μαντάμ Σιντώ
παραπονιόταν στη μητέρα μου ότι εκεί στην Κρακοβία, όπου θα τους πάνε, κάνει
πολύ κρύο και οι εκεί Εβραίοι μιλούν άλλη γλώσσα. Έτσι δε θα μπορούν να
συνεννοηθούν. Εμένα με κυνηγούσε η μαντάμ Σιντώ για να μου δώσει μια μεγάλη
πήλινη θερμάστρα, που την είχαν σε κάποια αποθήκη, Η αποθήκη βρισκόταν έξω από
το γκέτο. Ήθελε απλώς να συνοδέψω το χαμάλη, που θα τον πλήρωνε αυτή. Εγώ με
διάφορες δικαιολογίες αρνήθηκα, χωρίς να ξέρω το γιατί. Λυπόμασταν να παίρνουμε
πράγματα από τους καταδικασμένους ανθρώπους.
Κατά βάθος υποψιαζόμασταν ότι
κάτι το πολύ σοβαρό συμβαίνει, κάτι το ανείπωτο. Και οι Εβραίοι, βέβαια,
ανησυχούσαν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι έδειχναν. Τις νύχτες ακούγαμε πνιχτές
ψαλμωδίες, προερχόμενες από το σκοτεινό διαμέρισμά τους. Καθόντουσαν όλοι στο
σαλόνι, μες στα σκοτεινά, και σιγοέψελναν. Κάποιες βραδιές, από τα γύρω σπίτια
και ιδίως από την οδό Κλεισούρας, που έπεφτε πίσω μας και είχε πολλούς
Εβραίους, ακούσαμε αργά τη νύχτα γέλια, τραγούδια και παλαμάκια.
Παραξενευτήκαμε πάρα πολύ. Ποιοι ήταν αυτοί που γλεντούσαν; Την άλλη μέρα
μάθαμε. Παντρεύονταν οι Εβραίοι αράδα. Ταχτοποιούσαν εκκρεμότητες, αποβλέποντας
ασφαλώς και σε μια διαφορετική μεταχείριση, εφόσον θα ήταν παντρεμένοι. Δεν
μπορούσαν να φανταστούν τη σκληρότητα του διώκτη τους, τα σχέδιά του…
Απέναντί μας, στην αριστερή
γωνία Ιουστινιανού και Σιατίστης, έμενε ένα αντρόγυνο, που η γυναίκα μόλις είχε
γεννήσει. Ήταν άνθρωποι συμπαθητικοί και μάλλον ευκατάστατοι. Αυτοί είχαν κάνει
το εξής: Κατέβασαν ένα σχοινάκι από το μπαλκόνι τους ως κάτω στο κρεβατάδικο.
Εκεί ανάμεσα στις τέντες και τους σπάγκους το λεπτό σχοινί δε διακρινόταν:
Προφανώς συνδεόταν με κουδούνι ή καμπανάκι. Πρέπει να λάβαιναν κάποια μέτρα
επάνω, στο σπίτι της λεχώνας, όταν χτυπούσε το καμπανάκι. Είναι το μόνο μέτρο
άμυνας, που υπέπεσε στην αντίληψή μου, εν ταις ημέραις εκείναις. Αλλά τι να
κάνει ένα καμπανάκι, μπροστά στη φοβερή γερμανική μηχανή του ολέθρου;
Θυμούμαι όμως κι ένα παιχνίδι
νεαρών Εβραίων μέσα στο δρόμο. Πρέπει να ήταν μία ή δύο μέρες πριν από το
μάζεμά τους και ίσως Κυριακή απόγευμα, γιατί τα μαγαζιά του δρόμου ήταν
κλειστά. Είχαν ξεμυτίσει έξι εφτά παλικάρια, που ήθελαν, φαίνεται, κάπως να
κινηθούν, να ξεδώσουν. Εγώ ήμουν στην εξώπορτα και τους έβλεπα από πολύ κοντά.
Πρέπει να τους έβλεπαν από τις γωνίες και οι χωροφύλακες, και, βέβαια, απάνω
από τα σπίτια εκατοντάδες μάτια. Φούσκωσαν, λοιπόν, ένα προφυλακτικό, το έκαναν
σαν μπάλα και άρχισαν να ανταλλάσσουν πάσες με τα χέρια. Θυμούμαι που φώναζαν
«Μπέμπα! Μπέμπα!», από τη μάρκα «Μπεμπέκα», που χρησιμοποιούνταν τότε πολύ.
Αλλά με τον ισπανικό τρόπο προφοράς που έλεγαν το «μπέμπα» θαρρείς και βέλαζαν.
Βρισκόμαστε πια στην άνοιξη
του 1943. Η κατάσταση στα πολεμικά μέτωπα έχει αλλάξει και μάλιστα εις βάρος
του Άξονα. Άκρες μέσες, μαθαίνουμε τα νεότερα και στυλωνόμαστε. Αλλά και η
εσωτερική κατάσταση έχει μεταβληθεί κάπως. Η Ελλάδα δεν είναι η παραλυμένη
εκείνη χώρα του 1941, την επαύριο της ήττας. Έχει φουντώσει η αντίσταση στα
βουνά, αλλά και μέσα στις πόλεις. Βέβαια, η Σαλονίκη δεν έχει πολύ κοντά της
«δύσκολα» βουνά – δύσκολα για τους διώκτες. Και αυτό ήταν ακόμα μία ατυχία για
τους Εβραίους της. Θα είχαν ξεφύγει προς αυτά αρκετοί. Από παντού δηλαδή μαυρίλα.
Ιδιαίτερα άτυχοι αυτοί οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Αφού τράβηξαν τις μπόρες
και τις μεγάλες πείνες και τις αλαζονείες του φαντασμένου κατακτητή, χάθηκαν
απάνω στην ώρα που τα πράγματα είχαν πάρει για όλους τους άλλους —τους άλλους,
εμάς— να καλυτερεύουν.
Ώσπου ένα ξημέρωμα του
Απριλίου, ιδιαίτερα νομίζω γλυκό, ξέσπασε το μέγα κακό. Ένα μεγάφωνο ουρλιάζει
στο δρόμο. «Όλοι οι Εβραίοι στις πόρτες. Έτοιμοι προς αναχώρηση!» Είναι το
αυτοκίνητο της προπαγάνδες, ένα μαύρο «Όπελ». Λαρυγγώδεις φωνές, κτηνώδη προστάγματα
γερμανικά. Είμαστε μπλοκαρισμένοι. Κρυφοκοιτάζοντας βλέπουμε τους Γερμανούς των
SS και εκείνους τους λεγόμενους «πεταλάδες» να ανεβοκατεβαίνουν βιαστικά στα
σπίτια, κραυγάζοντας άγρια και βροντολογώντας τις πόρτες. «Τους παίρνουν τους
Εβραίους!»
Ντυνόμαστε όπως όπως και
κατεβαίνουμε από το πέμπτο πάτωμα στο δεύτερο, όπου επικρατούσε θρήνος και
σύγχυση. Οι καινούργιοι Εβραίοι είχαν κιόλας κατεβεί και έτσι δεν τους είδαμε.
Έμεναν οι δικοί μας, που βρίσκονται σε αλλοφροσύνη. Αλλοφροσύνη όχι τόσο
απελπισίας, όσο ετοιμασίας. Να μην ξεχάσουν τίποτε από τα απαραίτητα, από όσα
είχαν σκεφθεί. Τα βασικά τα έχουν, βέβαια, έτοιμα, από μέρες αμπαλαρισμένα,
αλλά τρέχουν αλλόφρονες για τα ψιλοπράγματα. Η κυρία Σιντώ βράζει αυγό για τον
Ίνο, θα είναι το τελευταίο του. Του το μπουκώνει, ενώ από την εξώπορτα κάτω
έρχονται κτηνώδεις προσταγές. Οι πόρτες όλες ορθάνοιχτες, σύμφωνα με τη
διαταγή. Όσοι κρυφοκοίταζαν από τα παράθυρα είδαν τις ίδιες στιγμές του
Γερμανούς να τραβοκοπούν τους Εβραίους από τα σπίτια της οδού Σιατίστης και να
τους σέρνουν στη φάλαγγα. Ιδίως είδαν γέρους και γριές, που τους τραβοκοπούσαν
με τα νυχτικά. Στο δεύτερο πάτωμα έχουν κατεβεί και από τα άλλα πατώματα
συγκάτοικοι, γυναίκες κυρίως. Φιλιούνται σταυρωτά με την κυρία Σιντώ. Μια δικιά
μας σταυροκοπιέται και λέει δυνατά: «Μάρτυς μου ο Θεός, θα σας τα δώσω πίσω
όλα». Φαίνεται της έχουν εμπιστευθεί πράγματα και μπορώ να πω ότι σωστά την
έχουν διαλέξει.
Ένας ένας κατεβαίνουν οι
Εβραίοι τη στριφογυριστή σκάλα, όπου εγώ ξύνοντας με ένα καρφί τη λαδομπογιά
του τοίχου είχα γράψει με μεγάλα γράμματα ΕΠΟΝ. Ο πατέρας μου τότε κόντεψε να
με δείρει. «Στο σπίτι σου μέσα το γράφεις;», μου φώναζε. Τελευταία κατεβαίνει η
κυρία Σιντώ, κρατώντας τον Ίνο από το χέρι. Μισοκατεβαίνω και κοιτάζω κρυφά
στην εξώπορτα. Στέκονται όλοι αραδιασμένοι στην πόρτα σαν να πρόκειται να βγουν
φωτογραφία. Θα περάσει ο έλεγχος, θα δούνε αν είναι όλοι παρόντες και θα τους
προσθέσουν στη γραμμή. Οι δικοί μας είναι εντάξει, όλοι παρόντες. «Καλά
παιδιά». Η φάλαγγα σχηματίζεται στη Βενιζέλου.
Οι πόρτες του διαμερίσματος
των Εβραίων μένουν ανοιχτές. Οι συγκάτοικες παίρνουν ό,τι μπορούν και, όπως
αποδείχτηκε, καλά κάνουν. Παίρνουν κυρίως ρουχισμό και μικροπράγματα, που
μπορούν να μεταφερθούν στα γρήγορα. Γιατί υπάρχει μεγάλος φόβος. Οι Γερμανοί
από μέρες έχουν διακηρύξει πως όποιος παίρνει τα υπάρχοντα των Εβραίων τον
περιμένει —τι άλλο;— τον περιμένει θάνατος.
Εγώ ανεβαίνω και ετοιμάζομαι
για το σχολείο. Ήμουν πολύ πειθαρχικός, αλλά και ήθελα να ξεφύγω από αυτή την
κόλαση. Καθώς ετοιμάζομαι βλέπω απ’ το παράθυρο στην Εγνατία φάλαγγες Εβραίων
να οδηγούνται με τα πόδια στο σταθμό. Είναι Εβραίοι από άλλες γειτονιές και θα
πρέπει να έχουν κινήσει πιο νωρίς από τους δικούς μας. Είναι ζωσμένοι από
πάνοπλους Γερμανούς με προτεταμένα τα όπλα, σαν να είναι μεγάλοι εγκληματίες,
που υπάρχει φόβος από στιγμή σε στιγμή να το σκάσουν. Στο τέλος της κάθε
φάλαγγας πηγαίνουν φορεία με ανήμπορους, που τα κουβαλούν νεαροί Εβραίοι.
Τους δικούς μας Εβραίους δεν τους
είδα που έφευγαν. Δε βόλευε το σπίτι κι ύστερα ήταν επικίνδυνο να κοιτάζεις από
τόσο κοντά. Όταν βγήκα με την τσάντα μόλις τους είχαν πάρει, αλλά οι σκοποί
χωροφύλακες ακόμα φύλαγαν στις εξόδους. Βγήκα από την έξοδο της Χαλκέων. «Πού
πας;» μου είπε μαλακά ο χωροφύλακας, που φαινόταν ταραγμένος. «Σχολείο» του
είπα και έκανα να του δείξω το πάσο, που είχα ως παιδί σιδηροδρομικού. «Πέρνα»
μου είπε, προτού το δείξω. Κι έτσι πέρασα στην πλατεία Δικαστηρίων, που μόνο το
κάτω μέρος της ήταν ελεύθερο. Το επάνω της, μέχρι το ύψος της Ιουστινιανού,
ήταν μέγα γερμανικό στρατόπεδο οχημάτων, μηχανοκίνητων τανκς, αντιαεροπορικών
και κάθε μηχανής πολέμου. Απορώ πως δεν μας έκαψαν τα συμμαχικά αεροπλάνα.
Τότε, εκεί ανάμεσα στα πεύκα
που περιβάλλουν την Παναγία Χαλκέων, παρατήρησα ομάδες γύφτων, αλλά όχι μόνο
γύφτων, που αγνάντευαν με βουλιμία προς τη γειτονιά μας. Για την ώρα όμως δεν
τολμούσαν να πλησιάσουν, γιατί υπήρχαν οι σκοποί. Ήταν, βέβαια, ειδοποιημένοι
και προφανώς κάπως έμπειροι από άλλα μαζέματα Εβραίων, σε άλλες γειτονιές, που
είχαν γίνει τις προηγούμενες μέρες, αλλά εμείς δεν τα πήραμε είδηση. Ήξεραν πως
η αυστηρή διαταγή των Γερμανών για τις εβραϊκές περιουσίες δεν ετηρείτο και
τόσο, γι’ αυτό και ήταν έτοιμοι να ορμήξουν. Εγώ, φυσικά, δεν υποπτεύθηκα τέτοια
πράγματα. Νόμισα πως είναι περίεργοι που κοιτάζουν.
Στο σχολείο, που βρισκόταν
όπως είπα μακριά, κοντά στου Κεμάλ το σπίτι, δεν υπήρχε ιδιαίτερη συγκίνηση. Οι
περισσότεροι συμμαθητές μου δεν ήξεραν καν ότι οι Γερμανοί μαζεύουν τους
Εβραίους και σίγουρα κανένας τους δεν είχε δει αυτά που είδα εγώ πρωί πρωί. Σε
λίγο κι εγώ ξεχάστηκα κι όταν άρχισε το μάθημα ξεχάστηκα ολότελα. Παιδί πράμα…
Το μεσημέρι γυρίζοντας άρχισα,
μόλις ξαναβρέθηκα στην περιοχή της μεγάλης πλατείας, να ξαναμπαίνω στο κλίμα.
Όσο πλησίαζα τόσο καταλάβαινα, ότι είχε γίνει διαρπαγή – γιάγμα. Άλλωστε, κάτι
τελευταίοι κακομοίρηδες ακόμη σέρναν μπαούλα και ντιβάνια και αδειανά συρτάρια
μέσα στα χώματα. Και κάτι χοντρούς τόμους βιβλίων δερματόδετους.
Στο σπίτι μας η εξώπορτα
διπλανοιγμένη, παραγεμίσματα από στρώματα, χαρτιά και σκουπίδια στις σκάλες. Το
διαμέρισμα των Εβραίων ορθάνοιχτο και σαφώς λεηλατημένο. Δεν είχε σχεδόν τίποτε
μέσα. Σκουπίδια, βέβαια, άφθονα στο πάτωμα, στοίβες φλούδια από πασατέμπο, που
φαίνεται ότι έτρωγαν οι Εβραίοι τις νύχτες της αναμονής, και σκισμένα βιβλία
στο μπάνιο. Αυτά ήταν το μόνο πράγμα που με συγκίνησε. Στην κουζίνα τα πλακάκια
του τζακιού ξηλωμένα, προφανώς για τον κρυμμένο «θησαυρό» και στη γωνιά του
δωματίου ένα μονό κρεβάτι με σπασμένες μερικές σούστες. Στο κρεβάτι αυτό, που
το ανεβάσαμε σε λίγο, κοιμόμουν ώσπου έγινα μεγάλος.
Το χειρότερο ίσως ήταν το
εξής· τα τάγματα και τα συντάγματα των γύφτων δεν περιορίσθηκαν στο διαμέρισμα
των Εβραίων, αλλά άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους. Έβγαλαν όλα τα
παραθυρόφυλλα της σκάλας, ακόμα και τα καπάκια από τα κουδούνια. Χρόνια κάναμε
να αποκαταστήσουμε τις ζημιές. Παγώσαμε, βραχήκαμε και γλιστρήσαμε από το χιόνι
και τον πάγο άπειρες φορές σε κείνη την απροστάτευτη σκάλα. Οι δικοί μου με
κόπο έσωσαν το διαμέρισμά μας από τη λεηλασία. Βγήκαν και στέκονταν στο
κεφαλόσκαλο αρματωμένοι με ό,τι μπορούσαν. Πάλι καλοί ήταν εκείνοι οι γύφτοι,
που δεν ήταν και όλοι γύφτοι. Γιατί αν ήταν ένας απ’ τους τωρινούς θα είχαν
βάλει φωτιά στο σπίτι.
Από ψηλά, από την πίσω μεριά
του σπιτιού, βλέπαμε από την πρώτη μέρα κιόλας το εξής φαινόμενο: Είχαν ανοίξει
τα εβραίικα μαγαζιά από πίσω και τα άδειαζαν. Δηλαδή διάφοροι κάτοικοι της οδού
Κλεισούρας άδειαζαν τα μαγαζιά της Ιουστινιανού. Και έβλεπες κρεβάτια,
μπουφέδες, ντουλάπες, καναπέδες, κομοδίνα, να ανεβαίνουν με σκοινιά σε δεύτερα
και τρίτα πατώματα, που βέβαια δεν φαίνονταν από το δρόμο. Όλα αυτά μέσα σε
φοβερή βιασύνη και σε αγωνιώδεις κινήσεις. Σε λίγες μέρες, οι Γερμανοί μοίρασαν
τα μαγαζιά σε διαφόρους τύπους, που ίσως μπορεί να φαντασθεί κανείς πώς τους
διάλεξαν. Αλλά τα μαγαζιά βρέθηκαν άδεια και αυτό ήταν μια καλή, αν και η μόνη,
τιμωρία τους.
Στην αρχή νομίζαμε πως τους
Εβραίους τους φορτώνουν αμέσως στα τρένα. Ύστερα μάθαμε ότι τους στοιβάζουν στο
σταθμό, στον πανάθλιο συνοικισμό του βαρόνου Χιρς, που τον είχαν περιφράξει με
βαριά συρματοπλέγματα, από τα οποία μερικά σώζονται ακόμα μέχρι σήμερα. Από κει
τους παίρναν ομάδες ομάδες και τους στέλναν με εμπορικά κατάκλειστα τρένα προς
τα πάνω. Άλλωστε, γρήγορα μάθαμε τα πράγματα από πρώτο χέρι.
Ο πατέρας μου ήταν
μηχανοδηγός, οδηγούσε τρένα. Τα τρένα τότε σπανίως ήταν επιβατικά. Συνήθως ήταν
στρατιωτικά, για το στρατό κατοχής. Σύνορα τότε στη βαλκανική δεν υπήρχαν. Ήταν
παντού γερμανική στρατοκρατορία. Ιδίως με τη Σερβία ήμασταν ενωμένοι σιδηροδρομικώς.
Τα ελληνικά τρένα δε σταματούσαν, όπως τώρα στην Ειδομένη. Αλλά, εάν
χρειαζόταν, μέχρι Βελιγράδι ανέβαιναν. Έφευγε ο πατέρας μου και δεν ξέραμε πότε
θα γυρίσει. Γυρνούσε ξαφνικά. Κατάκοπος καταλερωμένος με σαπισμένες τις κάλτσες
στα πόδια του. Φοβερή κατάσταση.
Ένα βράδυ, αργά, γύρισε
ιδιαίτερα φαρμακωμένος. Είχε οδηγήσει ένα τρένο με Εβραίους μέχρι τη Νις.
«Μεγάλο κακό γίνεται με τους Εβραίους» έλεγε. «Τους πηγαίνουν με εμπορικά
βαγόνια κατάκλειστα, χωρίς τροφή και νερό. Ακόμα και χωρίς αέρα. Οι Γερμανοί
μας αναγκάζουν να σταματούμε το τρένο μέσα στις ερημιές, για να γίνει το
ξάφρισμα. Μέσα από τα βαγόνια κλωτσάνε και φωνάζουν. Δεν είναι μόνο για νερό
και αέρα, αλλά και για να βγάλουν τους πεθαμένους. Έβγαλαν από ένα βαγόνι ένα
παιδάκι σαν το Λάκη μας», είπε και χάιδεψε τον αδελφό μου. Απάνω σ’ αυτό τον
έπιασαν τα κλάματα. Τρανταχτά κλάματα με λυγμούς. «Οι Γερμανοί δεν μπορούν να
περπατήσουν από τα ρολόγια, τα βραχιόλια και τα περιδέραια, που μαζεύουν με το
πιστόλι στο χέρι. Μου πέταξαν και μένα αυτά, στον λοκφύρερ». Ήταν κάτι άχρηστα
ρολόγια, που δε δουλεύαν και ίσως να τα έχω ακόμα κάπου.
Έκανε και άλλα τέτοια τρένα
αργότερα με την ίδια πάντα σύγχυση. Μας μιλούσε με φρίκη για την κόλαση του
στρατοπέδου του σταθμού. Οι Γερμανοί είχαν βάλει άγριο χέρι στις γυναίκες. Οι
Εβραίοι του Σταθμού είχαν καταρρακωθεί. Η πείνα, η βρόμα, οι αρρώστιες, οι
κτηνωδίες. Τώρα διαβάζουμε πως οι Εβραίοι της Ελλάδας έφταναν ιδιαίτερα
αδυνατισμένοι και οδηγούνταν οι περισσότεροι κατευθείαν στους φούρνους…
Σε λίγες μέρες ήρθε στο σπίτι
ένα ψηλός, ξερακιανός, μεγάλης κάπως ηλικίας, Γερμανός πολίτης, συνοδευόμενος
από ένα διερμηνέα. Ζήτησε να του ανοίξουν το διαμέρισμα των Εβραίων. Μπήκε μέσα
και άρχισε να μετράει δυνατά τα δωμάτια: ein, zwei, drei… «Γερμανός! Το διαμέρισμα
των Εβραίων θα το επιτάξει Γερμανός! Θα έχουμε τώρα συγκάτοικο Γερμανό. Ποιος
ξέρει τι διάβολος είναι…», λέγαμε.
Και πραγματικά αυτός το πήρε.
Αλλά δεν ήταν Γερμανός. Ήταν ένας καράβλαχος από τη Δυτική Μακεδονία, που είχε
σπουδάσει στη Γερμανία και τώρα τα ’χε καλά και περίκαλα με τους Γερμανούς.
Τους έκαμνε τεχνικά έργα. Αυτός εγκαταστάθηκε για χρόνια εκεί. Και η αλήθεια
είναι, ότι, εκτός από τις γεροπαραξενιές του, διόλου δε μας πείραξε. Δεν ήταν
καταδότης. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθε το ΕΑΜ, τα χρειάστηκε. Άρχισε να
μας γλυκομιλάει και να μας ξέρει. Εμείς ήμασταν οι προλετάριοι του μεγάρου και
με μας ήθελε να τα έχει καλά. Αλλά τη γλίτωσε και τα επόμενα, δύστυχα και για
μας, χρόνια δεν έμεινε θέση μεγάλη και τρανή που να μην την πάρει. Του είχαν εμπιστοσύνη
απόλυτη. Φίλος των Γερμανών, βλέπεις…
Από τους Εβραίους του σπιτιού
μας κανένας δε γύρισε. Πάει και η παχουλή κυρία Σιντώ, πάει κι ο μικρός Ίνο,
πάει και το κοκκινομάλλικο κορίτσι. Αλλά κι από τη γειτονιά ελάχιστοι γύρισαν.
Και πολύ τσακισμένοι. Έφταναν ένας ένας σιωπηλοί και ταπεινοί, έπαιρναν το
σπίτι τους, αν μπορούσαν, και ξανάπιαναν τη δουλειά τους.
Έτσι, κανένα χρόνο μετά τον
πόλεμο, και όταν όλα φαίνονταν μακρινά και κάπως ξεχασμένα, είδαμε μια μέρα το
καφεκοπτήριο κάτω από το σπίτι μας ανοιχτό. Οι δυο νεαροί γιοι του Αζούς, οι
παλαιστές ή πυγμάχοι, είχαν γυρίσει. Ο γερο-Αζούς όμως όχι. Χάθηκε κι αυτός στα
μακρινά στρατόπεδα της παραφροσύνης.
Έγραψα εδώ, κατά μήνα
Φεβρουάριο του 1983, όσα είδα και διεπίστωσα ο ίδιος για το διωγμό των Εβραίων
της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς.Και τα έγραψα μόνον για τους αθώους
εκείνους και για κανέναν άλλο…
Η πρωτεύουσα των προσφύγων.
Πεζογραφήματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1987
Τους παππούδες μου δεν τους πρόλαβα εγώ. Ούτε με χάρηκαν ούτε κι ένιωσα ποτέ μου την ανάγκη να τους κλάψω. Είχαν πεθάνει κι οι δυο τους, αρκετά χρόνια προτού γεννηθώ. Και θάνατος που δεν τον έζησες, δε σε πονάει. Μου δώσαν τ’ όνομα του ενός, αποκλείεται όμως να πήρα και τις χάρες. και δεν είμαι καθόλου βέβαιος, αν το τίμησα ως τώρα, όπως πρέπει. Πάντως, είμαι σίγουρος πια πως το όνομα αυτό εγώ σε κανέναν άλλον δε θα το κληροδοτήσω. Εκτός κι αν βρεθεί κάποιος φίλος σπλαχνικός, που να μ’ αγάπησε πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορώ εγώ να πιστέψω, και βάλει στο αγοράκι του τ’ όνομά μου, φέρνοντας στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή την ταλαιπωρημένη όσο κι αστεία ύπαρξή μου. Αλλά ποιος θα θελήσει να διακινδυνέψει τόσο πολύ για μένα;
Η
μόνη κληρονομιά
Τώρα που έχουν πεθάνει όλες
οι γριές, γιαγιάδες και παραγιαγιάδες, τώρα βρήκαν να ξεφυτρώσουν μέσα μου ένα
σωρό απορίες βαθιές για πρόσωπα και πράγματα παλιά και για πάντα σβησμένα. Όσο
ζούσαν εκείνες, δεν ξέρω γιατί, σχεδόν τίποτα δεν ήθελα να ρωτήσω. Η αλήθεια
είναι πως κι οι ίδιες δεν έδειχναν προθυμία να μου τα πουν. Τυχαία μόνο τις
άκουγα να λένε μεταξύ τους για τους προγόνους και τα παλιά, σαν τις κυρίευε η
νοσταλγία και το παράπονο για τη βασανισμένη ζωή, που τους ήταν γραμμένο να
κάνουνε στα στερνά τους στην προσφυγιά. Αυτό σχεδόν με εξόργιζε. Θαρρούσα πως
κατηγορούσαν πλάγια τις συνθήκες ζωής που είχαμε εξασφαλίσει. Άνοιγα τότε το
στόμα μου κι εγώ κι αράδιαζα αστόχαστα διάφορα πράγματα πικρά και περιγελαστικά
για τα πρωτόγονα, όπως νόμιζα, μέρη απ’ όπου είχαμε ξεριζωθεί άγρια. Εκείνες
όμως διαμαρτύρονταν σφοδρά, φέρνοντας στο φως, απάνω στην αγανάκτησή τους,
περιγραφές που έδειχναν μια ζωή πολύ ανώτερη, και προπαντός ευγενικότερη, απ’
αυτήν της ρωμέικιας κοινωνίας, όπου βουρλιζόμαστε ανελέητα, χωρίς ανάπαυλα,
όλοι.
Μιλούσαν και για τους άντρες τους καμιά φορά, τους παππούδες μου, μ’ όλον
εκείνον τον εξαγνισμό που φέρνουν τα πολλά τα χρόνια κι ο θάνατος. Αν δεν ήταν
τα παιδιά τους, θα ’λεγε κανείς πως σχέση ερωτική δεν είχαν αυτές με τους
αντράδες τους. Κι όμως κάποιες κιτρινισμένες και σπασμένες στις άκρες
φωτογραφίες, μέσα στις φτωχικές μαύρες τσάντες τους, μαζί με τρίμματα από
αντίδωρο, σταυρολούλουδα και πενηνταράκια για το δίσκο της εκκλησίας, έδειχναν
κάτι παλίκαρους, που θα πρέπει να ’χαν ξεσηκώσει στον καιρό τους ακατανίκητα
πάθη και να ’χαν αποδώσει πολύ ερωτικά.
Τους παππούδες μου δεν τους πρόλαβα εγώ. Ούτε με χάρηκαν ούτε κι ένιωσα ποτέ μου την ανάγκη να τους κλάψω. Είχαν πεθάνει κι οι δυο τους, αρκετά χρόνια προτού γεννηθώ. Και θάνατος που δεν τον έζησες, δε σε πονάει. Μου δώσαν τ’ όνομα του ενός, αποκλείεται όμως να πήρα και τις χάρες. και δεν είμαι καθόλου βέβαιος, αν το τίμησα ως τώρα, όπως πρέπει. Πάντως, είμαι σίγουρος πια πως το όνομα αυτό εγώ σε κανέναν άλλον δε θα το κληροδοτήσω. Εκτός κι αν βρεθεί κάποιος φίλος σπλαχνικός, που να μ’ αγάπησε πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορώ εγώ να πιστέψω, και βάλει στο αγοράκι του τ’ όνομά μου, φέρνοντας στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή την ταλαιπωρημένη όσο κι αστεία ύπαρξή μου. Αλλά ποιος θα θελήσει να διακινδυνέψει τόσο πολύ για μένα;
Θέλω να πω πως για να σε πουν παππού, πρέπει να σε πουν πρώτα πατέρα. Κι όταν
δεν έχει γίνει το δεύτερο, και τα χρόνια έχουν κάπως περάσει, αποκλείεται
φυσικά ν’ ακούσεις το πρώτο. Δεν είναι όμως ούτε και τότε τα πράγματα σίγουρα.
Πολλοί είναι οι πατεράδες, που δεν προφταίνουν ν’ ακούσουν τη λέξη «παππού», κι
όχι λίγοι εκείνοι, που δεν ακούν ούτε τη λέξη «πατέρα» – πεθαίνουν προτού
γεννηθεί το παιδί τους. Αφήνω πια εκείνους, τους πάμπολλους, που τα παιδιά τους
δεν παντρεύονται ή αποδεικνύονται στείρα. Οι δικοί μου πήγαν ίσως με το
παράπονο πως πεθαίνουν νέοι και δεν πρόλαβαν. Μα κι αν ζούσαν, δεν επρόκειτο ν’
ακούσουν τίποτε παραπάνω. Ο θάνατος σώζει από πολλές πίκρες.
Απ’ όσο ξέρω, ένας προπάππος μου πέθανε από καλαγκάθι, από κακό σπυρί.
Γυρνώντας ξαφνικά απ’ τα πρόβατα κατακόκκινος απ’ τον πυρετό, έπεσε στο στρώμα.
Φώναξε τη νύφη του να τον κοιτάξει στην πλάτη. Η γιαγιά μου ταράχτηκε βλέποντας
στη λεβέντικη πλάτη το κακό σπυρί, που το γνώριζε κι από άλλες συμφορές, δεν
είπε όμως λέξη. Έτρεξε, πήρε σκόρδο, το ’κοψε κόντρα στα δυο κι έτριψε μ’ αυτό,
όσο μπορούσε πιο δυνατά, το αγριεμένο σπυρί για να το κάψει. Δεν κατάφερε όμως
τίποτε. Ως το πρωί ο άνθρωπος τέλειωσε κατάμαυρος απ’ τη μόλυνση.
Για τον άλλο προπάππο μου τα κουρελάκια της μνήμης μου είναι ακόμα πιο φτωχικά.
Πήγε, πάντως, κι αυτός πολύ νέος. «Τον πόνεσε ξαφνικά η κοιλιά του», είπαν. Του
έβαλαν κομπρέσες, σπιρτόπανα, του έδωσαν άφθονα ζεστά να πιει, μα εκείνος σε
λιγάκι πέθανε κουλουριασμένος απ’ τους πόνους. Ένας θεός ξέρει τι ακριβώς είχε.
Τώρα πια κάθε διάγνωση είναι μάταιη.
Αυτοί τουλάχιστο πέθαναν στις πατρίδες τους, έγιναν ένα με το χώμα των προγόνων
τους. Μα, για τα παιδιά τους, τους παππούδες μου, τι να πει κανείς, που πέθαναν
ακόμα πιο νέοι και μάλιστα στην προσφυγιά; Ο ένας πέθανε γρήγορα γρήγορα, στο
δρόμο της προσφυγιάς, προτού μπορέσει να εγκαταστήσει κάπου τη φαμελιά του, από
τις κακοπάθειες μα κι απ’ το μαράζι. Δεν άντεξε στον ξεριζωμό και στην
κλοτσοπατινάδα της αλλοσούσουμης κοινωνίας με την οποία ξαφνικά έμπλεξαν. Είχε
πουλήσει όσο όσο τα πρόβατα, κτήματα και σπίτια στην Τουρκία κι έφυγε
οικογενειακώς για να ησυχάσουν απ’ τις καθημερινές λαχτάρες. Οι άνθρωποι του
γκουβέρνου τους πήγαν πρώτα στο Δεδέαγατς, τους έριξαν σε κάτι σιταποθήκες και
τους παράτησαν. Οι ξενηστικωμένοι εκείνοι Ελλαδίτες ήταν αδύνατο να φανταστούν
με τι ξεπεσμένους αρχοντάδες είχαν να κάνουν. Αυτοί έβλεπαν μονάχα τα
τουρκομερίτικα ρούχα και μουρμούριζαν. Οι δικοί μας είδαν κι απόειδαν, ναύλωσαν
ένα καΐκι, φόρτωσαν τα πράγματα και φύγανε για τη Σαμοθράκη. Στο ταξίδι έκανε
ένα καιρό τρομαχτικό. Τέτοιο στράψιμο και τέτοιο μπουμπουνητό δεν είχε ξαναδεί
αυτός κι ας ήταν χρόνια τσέλιγκας. Το καΐκι ήταν μικρό, αμπάρι δεν είχε.
Σκέπασε παιδιά και γυναίκα με την κάπα του κι αυτός απόμεινε να τον δέρνει η
βροχή και το χαλάζι. Στην πατρίδα, όταν ο κατακλυσμός τον έβρισκε μακριά από τη
στάνη, έστρωνε την κάπα σε πουρνάρια χαμηλά, πλάγιαζε απάνω και σκεπαζόταν με
την άλλη μισή. Έτσι ούτε φόβο να τον πάρει το νερό είχε ούτε να τον κάψει
αστραπή. Εδώ όμως τι να κάνει, είχε και τα παιδιά. Η Σαμοθράκη έρημος τόπος,
άγονος, καλός για αγριοκάτσικα. Πού μπορούσαν αυτοί να κάνουν, που είχαν έρθει
απ’ τον παράδεισο. Άρχισαν τότε να καταλαβαίνουν για καλά, τι είχαν πάθει. Ο
Τούρκος δεν ήταν το μόνο θεριό. Σαν καταλάγιασε ο αέρας, με το ίδιο αυτό καΐκι
τράβηξαν για την Καβάλα. Ταχτοποιήθηκαν εκεί κάπως ανθρωπινότερα. Μα, δουλειά
πουθενά. Άλλωστε, τι δουλειά μπορούσε να κάνει; Όσο έβλεπε τις μπαγκανότες να
σώνονται απ’ το πουγκί, σώνονταν η ψυχή του. Πήγαινε απ’ τον καφενέ στο σπίτι
κι απ’ το σπίτι στον καφενέ. «Δεν είναι ζωή αυτή, γυναίκα». Το τελευταίο Πάσχα
έσφαξαν για τ’ αντέτι αρνί. Πού εκείνα τα γεροδεμένα αρνιά με τις παχιές ουρές,
που είχαν στην πατρίδα. Ωστόσο κοίταξε ανόρεχτα την πλάτη του αρνιού για να
προμαντέψει. Μόλις την εξέτασε στο φως, μουρμούρισε κατακίτρινος: «Πολλά έχεις
ακόμα να τραβήξεις, γυναίκα». Και κατέβασε απελπισμένα μια κούπα με κρασί. Με
αυτή τη φράση έκλεινε αργότερα τις διηγήσεις της η γιαγιά μου, όταν εξιστορούσε
τα πάθια της. «Πολλές αμαρτίες είχα», έλεγε ταπεινά. Σαν να μην έφτανε ο
ξεριζωμός, οι φιάκες που κυβερνούσαν το ρωμέικο, παράδωσαν την ανατολική μεριά
της Μακεδονίας στους Γερμανοβουργάρους. Η πείνα απλώθηκε πέρα για πέρα. Το
καλαμποκίσιο αλεύρι, αλεσμένο μάλιστα στο χερόμυλο, πήγε μια χρυσή λίρα το
κιλό. Ο παππούς πήρε να καταρρέει. Απόφευγε, φαίνεται, και να τρώει, για να
’χουν κάτι παραπάνω τα παιδιά. Βγήκε κι εκείνη η πούντα της Σαμοθράκης κι έγινε
γερός συνδυασμός. Έγειρε σε λίγο ο τσέλιγκας. Και πρέπει να τέλειωσε με τρόπο
φριχτό, μα την περιγραφή αυτή ποτέ μου δεν την έχω ακούσει. Κι όμως λίγον καιρό
πιο ύστερα τα πράγματα πήραν ν’ αλλάζουν. Οι Βούλγαροι έγιναν μαλακότεροι και
τέλος, μια ωραία πρωία, χάθηκαν μαζί με τους συμμάχους τους από προσώπου γης.
Είχε γίνει ανακωχή κι οι εχθροί μας διασκορπίστηκαν νικημένοι. Η χήρα ανάπτυξε
τότε όλη της τη δραστηριότητα. Αποδείχτηκε πως κάτω από κείνο το φακιόλι
κρυβόταν πολλή τόλμη και εξυπνάδα. Πήρε πρώτα τα κορίτσια της και τα πήγε στη
Σαλονίκη. Αφού τα ταχτοποίησε κοντά σε πατριώτες, κίνησε με τα πόδια για την
απελευθερωμένη πατρίδα. Φτάνοντας, βρήκε ευτυχώς, το σπίτι απείραχτο. Μια
γειτόνισσα Τουρκάλα το προστάτευε. Δούλεψε εκεί για μήνες παλικαρίσια.
Συμμάζεψε το σπιτικό, έκανε σοδειά, έβγαλε πουλιά και παπιά, ετοίμασε
τραχανάδες, γιουφκάδες, ρετσέλια – χαμπάρι δεν είχε για τον κόσμο ούτε και την
ένοιαζε. Πάει μια μέρα ένας ξάδερφός της και της λέει: «Γρήγορα, ξαδέρφη,
έρχονται οι τσέτες». Δεν τον ρώτησε τίποτα. Φόρεσε τα ρούχα της τα καλά, έβαλε
στις κότες νερό, έριξε μια ματιά στο στάρι και στο καλαμπόκι, που ανέβαινε ως
το ταβάνι στα κάτω δωμάτια, και τράβηξε οριστικά την πόρτα. Ούτε ένα σπυρί δεν
μπόρεσε να πάρει από κείνα τα αλησμόνητα πλούτη. Ήταν σπουδαία η σοδειά τη
χρονιά της Καταστροφής. Έφερε το κλειδί του σπιτιού και το ’χουμε ακόμα
κρεμασμένο στον τοίχο. Έζησε χρόνια και χρόνια, χωρίς να παραδεχτεί ποτέ της
την εξαθλίωση. Σαν πέθανε, δεν ξέραμε τι ηλικία να βάλουμε στο μνήμα της, δεν είχε
ποτέ της κανένα χαρτί, ούτε ήξερε πότε ακριβώς γεννήθηκε. Στην Τουρκιά δεν τους
γράφαν σε κανένα τεφτέρι. Θυμηθήκαμε πως μας έλεγε ότι την είχε βαφτίσει ένας
Ρώσος αξιωματικός, γι’ αυτό άλλωστε την έλεγαν και Μόσχα. Εμείς, βέβαια, τα
εγγόνια της, πάντοτε Μόσχω τη δηλώναμε. Ανοίξαμε βιβλία για να δούμε πότε έγινε
η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, τότε που το ξανθό γένος είχε κατεβεί μέχρι τα
πρόθυρα της Βασιλεύουσας. Βγήκε ένα μεγάλο νούμερο, μα αυτό θα ’ταν η αλήθεια.
«Τα χρόνια της να ’χουμε», είπαμε γελαστά. Πεθαίνοντας, θυμάμαι, τραγουδούσε
σπασμένα: «Ο κυρ-Βοριάς παράγγειλε σε όλα τα καράβια…». Είχαμε ανοίξει τα
παράθυρα γιατί ήθελε αέρα κι έβλεπε τις άσπρες κουρτίνες που πετούσανε μες στο
δωμάτιο. Όχι· αυτά τα κόκαλα ήταν για άλλα χώματα, πιο δικά μας.
Ο δεύτερος παππούς πέθανε λίγο αργότερα απ’ τον πρώτο. Δε συνδέονταν, βέβαια,
ακόμα μεταξύ τους. Αυτό συνέβη μετά θάνατο. Με χίλια βάσανα είχε καταφέρει ν’
ανοίξει γιαουρτσίδικο στη Σαλονίκη, που γρήγορα έγινε ξακουστό μια κι έφκιανε
γιαούρτι καλό, θρακιώτικο. Όσο να πει όμως «Δόξα τω Θεώ», έγινε η μεγάλη
πυρκαγιά του δεκαεφτά και στάχτη το γιαουρτσίδικο. Ευτυχώς, καθώς η φωτιά ήταν
ακόμα μακριά, αυτός πήγε κι έσωσε τα σύνεργά του. Άρχισε να πουλάει γιαούρτι
στο δρόμο. Έβγαζε τις τσανάκες σε μια γωνιά κι έτρεχε η γειτονιά με τα πιάτα να
πάρει. Καμιά φορά, όταν τον έπιανε το παράπονο, πήγαινε στο ρημαγμένο μαγαζί
και κάτω απ’ τη μισοκαμένη ταμπέλα πουλούσε γιαούρτι στους λιγοστούς ανθρώπους
εκείνης της γειτονιάς. Αυτουνού το όνομα έχω εγώ σαν πρωτότοκος. Ήταν πολύ
ωραίος αυτός και με τα σημερινά κριτήρια ωραίος. Ένας τρυφερός ταύρος. Από
κείνους που δεν πιστεύεις πως θα πεθάνουνε ποτέ. Κι όμως, αφότου έγινε η
πυρκαγιά, τον πήρε το μαράζι και στο τέλος τον ξεκούνησε. Ούτε κι αυτουνού το
τέλος γνωρίζω καλά. Κάτι τέτοιες περιγραφές πολύ αποφεύγονται στο σπίτι. Αυτοί
που τα είδαν, τα κρατάνε για τον εαυτό τους. Χρειάζεται όμως να τα παλεύουν
συχνά τις μαύρες νύχτες.
Η γυναίκα του, η άλλη γιαγιά μου, έζησε τουλάχιστο σαράντα χρόνια ακόμα κι όταν
έσβησε, κι εκείνο από αμέλεια δική της, τα τέσσερα αγόρια της είχαν προ πολλού
πεθάνει. Δεν το ήξερε όμως αυτό, της το είχαμε κρύψει, από αγάπη, για να μην
της κάψουμε την καρδιά. Εκείνη ήξερε μόνο για τους δυο πρώτους. Κι όχι πως ήταν
καμιά αδύναμη γυναικούλα, κάθε άλλο. Για τα μάτια αυτηνής της νταρντάνας είχε
γίνει το φονικό στην πατρίδα. Ο παππούς είχε μαχαιρώσει έναν Τούρκο, που τη
γυρόφερνε άσχημα. Αυτό ήταν, άλλωστε, η αιτία που έφυγαν άρον άρον αποκεί. Μια
φορά το συζητήσαμε αυτό, όταν είχαν αρχίσει αλλεπάλληλα χτυπήματα στην
οικογένεια. Πάντως, ετούτη η γιαγιά όταν χήρεψε, αντιμετώπισε την κατάσταση
πολύ καλύτερα απ’ την άλλη. Στη Σαλονίκη, άλλωστε, ήταν οι Αγγλογάλλοι, δεν
υπήρχε αποκλεισμός, έπεφτε χρήμα. Οπωσδήποτε όμως θα ’ταν δύσκολα και γι’
αυτούς τα πράγματα, αν δεν είχαν διασωθεί πάνω στη φευγάλα, μέσα στα πλούσια
στήθια της γιαγιάς, τα κοσμήματα της προγιαγιάς, εκείνης που ο άντρας είχε
πεθάνει πρόωρα από κοιλόπονο. Της τα είχε χαρίσει ένας πασάς, όταν για ένα
διάστημα την είχε κάνει ευνοουμένη του. Ομολογώ πως δεν εξέτασα, αν αυτό με τον
πασά έγινε πριν ή μετά τη χηρεία της. Ούτε άλλωστε και με πολυνοιάζει.
Απ’ τα παιδιά της γιαγιάς μου πρώτος πέθανε ο δευτερότοκος, γύρω στα πενήντα
του. Πήγε από φυματίωση, μα έπινε κιόλας πολύ, μη ακούοντας ούτε τους συγγενείς
ούτε τους ξένους. Δεν πήγα στο νοσοκομείο ούτε στην κηδεία. Ήμουν μικρός και
ήθελαν να με προφυλάξουν από τα μικρόβια. Οι μεγάλοι φαντάζονται πάντοτε πολύ
τρυφερά και αγνά τα παιδικά σπλάχνα. Κι όμως ο μακαρίτης μ’ αγαπούσε ιδιαίτερα
κι από νωρίς φρόντιζε να με εμποτίσει με τις ιδέες του. Εγώ τον άκουγα με
προσοχή κι αυτό τον γέμιζε ενθουσιασμό. Λίγο πριν το θάνατό του με είχε πάρει
στην υποδοχή του βασιλιά, όταν ο τελευταίος αυτός είχε γυρίσει ύστερα από το
σκάρτο εκείνο δημοψήφισμα. Ο θείος αυτός ήταν ο μόνος βασιλόφρονας στην
οικογένεια και εκτός αυτού καθαρευουσιάνος. Ως τις τελευταίες στιγμές του δεν
εννοούσε να παρατήσει την καθαρεύουσα, που την είχε μάθει στο δημοτικό. «Ζωμόν
εξ όρνιθος» ζητούσε στο παραμιλητό του. Τρομάξαμε να καταλάβουμε τι μήνυμα
θέλει να μας αφήσει. Αλλά και στην υποδοχή εκείνη ούτε είδα ούτε κατάλαβα
τίποτα. Το μόνο που μου έμεινε στη μνήμη από τις ιστορικές εκείνες στιγμές ήταν
τα καλοταϊσμένα άλογα του ιππικού, που ανασηκώνοντας λιγάκι τις ουρές τους
αμολούσαν κάτι ξεγυρισμένες κοπριές ακόμα και μπροστά στους επισήμους.
Γυμνασμένοι οδοκαθαριστές με σκούπες και φαράσια έτρεχαν σκυφτοί και μάζευαν
τις κοπριές με βιασύνη. Με τα κατουρήματα όμως δεν υπήρχε τρόπος να γίνει
τίποτε. Ο θείος, βέβαια, δεν έβλεπε τις καβαλίνες, αυτός κοίταζε ψηλά,
ενθουσιασμένος που είχε επιστρέψει το ίνδαλμά του.
Κάποτε, όταν συζητούσανε ζωηρά τ’ αδέρφια για τα κομματικά, άκουσα απ’ τον
μεγάλο θείο μια φράση που μου έμεινε. «Οι τελευταίοι δικοί μας βασιλιάδες ήταν
ο Σεύθης κι ο Σιτάλκης», έλεγε γελώντας τρανταχτά. Ενώ ο πατέρας μου, που
υποκύπτοντας στις πιέσεις του δεύτερου είχε κρυφοψηφίσει «ναι» στο δημοψήφισμα,
επαναλάβαινε συνεχώς για να ικανοποιήσει και τον πρώτο: «Ωχ, τι έχουμε να
πληρώσουμε τώρα σε πρίγκιπες και πριγκιπόπουλα, τι έχουμε να πληρώσουμε!»
Αργότερα διαβάζοντας τον Ξενοφώντα, που ο Σεύθης ήθελε να τον κάνει γαμπρό και
να του δώσει για προίκα τον τόπο μας, πολύ σταμάτησα στη φράση: «Κλέαρχος
επολέμει τοις Θραξί τοις υπέρ Ελλήσποντον οικούσι και ωφέλει τους Έλληνας…» Θαρρούσα
πως άκουγα τις ιαχές των προγόνων μου. Ο καημένος ο μεγάλος θείος, σε πολλά
είχε δίκαιο.
Αυτός ο θείος πέθανε πριν απ’ τον πόλεμο και μάλιστα σε κάποιο ξερονήσι. Δεν
ήξερα και πολλά γι’ αυτόν, τον κρατούσαν επίμονα κάπως μακριά απ’ το σπίτι, ώσπου
μια μέρα, καθώς πήγαινα σχολείο, τον είδα λίγο πιο κει από τον Άγιο Δημήτρη,
στο σταυροδρόμι, αλλαγμένο και νευρικό, να μοιράζει βιαστικά κάτι χαρτιά, μαζί
με μια σβέλτη γυναίκα, στους εργάτες που κατέβαιναν κατά μάζες από τις πάνω
συνοικίες για τις δουλειές τους. Οι εργάτες, κάνοντας τον αδιάφορο, έπαιρναν
τις προκηρύξεις και τις έβαζαν αμέσως στις τσέπες τους. «Θείε, θείε», του
φώναξα, μα δε με κοίταξε καθαρά, έκανε μόνο μια χειρονομία σαν να μ’ έλεγε να
απομακρυνθώ αμέσως. Στάθηκα και τον καμάρωνα μέσα στο πρωινό φως, που ήταν
ακόμα χρυσότερο απ’ τη σκόνη που σήκωνε με τα γρήγορα πόδια της η αμίλητη
εργατιά, ώσπου ξαφνικά τον έχασα απ’ τα μάτια μου, καθώς και τη γυναίκα. Από
ένστικτο δεν είπα τίποτε ούτε στο σπίτι ούτε σε άλλον κανένα.
Τον είδα για τελευταία φορά, όταν με τις χειροπέδες τον πέρασαν ξαφνικά απ’ το
σπίτι μας. Ήταν λίγο μετά τις μεγάλες απεργίες, τότε που σκοτώθηκαν πολλοί. Ο
θείος είχε πρωτοστατήσει, είχε γίνει παρανάλωμα, στο τέλος κλείστηκε μαζί με
άλλους μέσα στο καπνομάγαζο. Όταν αναγκάστηκαν να παραδοθούν, ήταν στημένοι
διάφοροι ειδικοί στην εξώπορτα. «Εσύ φύγε, εσύ φύγε», λέγανε, καθώς οι εργάτες
έβγαιναν ένας ένας. «Εσύ έλα δω» είπαν στο θείο και τον μπαγλάρωσαν. Πάλι καλά
που δε σκοτώθηκε τότε. Θυμάμαι τους τάφους φορτωμένους μαγιάτικα τριαντάφυλλα,
απ’ αυτά που κάμναμε γλυκό. Κρυφά απ’ τα σπίτια μας πήγαμε μια παρέα παιδιά στο
νεκροταφείο λίγη ώρα μετά τις ομαδικές κηδείες. Στεφάνια άπειρα, χειροποίητα,
με τριαντάφυλλα, ζαμπάκια, παπαρούνες, σκυλάκια και κατιφέδες ήταν κρεμασμένα ή
ακουμπισμένα στα δέντρα. Όλα τους είχαν συγκινητικές επιγραφές με δοξολογίες ή
κατάρες. Κανένας δε μας εμπόδισε να πλησιάσουμε τους τάφους, επικρατούσε
σύγχυση.
Στοίβες από
πέταλα λουλουδιών ήταν ανακατεμένα με το φρέσκο χώμα. Τα τσαλαπατημένα λουλούδια
μύριζαν δυνατά. Μέσα απ’ τα δέντρα, απ’ τη μεριά του τμήματος των απόρων,
έφτανε μισοσβησμένο το πένθιμο εμβατήριο. Μη ξέροντας τότε τι να κάνω και τι να
προσφέρω, έγειρα το σταμνί και πότισα ορισμένους τάφους με «αθάνατο νερό», που
το είχα πάρει λίγο πρωτύτερα απ’ την ομώνυμη κοντινή πηγή στη Βαγγελίστρα. Αυτή
τη δικαιολογία, άλλωστε, είχα χρησιμοποιήσει για να μ’ αφήσουν να βγω έξω
εκείνη την κρίσιμη ώρα. Το σταμνί, που βεβαίως το ξαναγέμισα, μου φάνηκε
ιδιαίτερα βαρύ ώσπου να το πάω σπίτι. Απ’ το αθάνατο αυτό νερό εγώ δεν έπινα,
έπινε κάποιος άλλος, που δεν έκανε να πίνει απ’ το νερό της βρύσης. Ακόμα και
σήμερα, καθώς βαδίζω αφηρημένος με τη βαριά σαν τη μνήμη μου τσάντα, συχνά
κυριεύομαι απ’ την ιδέα, πως κουβαλώ όχι την τσάντα, μα το σταμνί εκείνο με το
αθάνατο νερό, απ’ το οποίο εγώ ποτέ μου δεν ήπια.
Την εποχή εκείνη τους κρατούμενους, όταν τους μετάφερναν, δεν τους πήγαιναν με
αυτοκίνητο αλλά με τα πόδια. Κι επειδή ακριβώς τους πήγαιναν περπατώντας, γι’
αυτό τους φορούσαν πάντοτε χειροπέδες, έστω κι αν ήταν χρεοφειλέτες απλοί. Αν
τύχαινε να βρίσκεσαι στον τόπο σου, σε αναγνώριζε κόσμος και κοσμάκης και
ύστερα είχε να το λέει. Αν ο χωροφύλακας ήταν μαλακός και είχε μόνο εσένα,
μπορούσες να πιάσεις με τους γνωστούς σου και κουβέντα ακόμα. Έτσι κι ο δικός
μας άνθρωπος, έπεισε το χωροφύλακα να περάσουν ένα λεπτό από το σπίτι. Μέναμε
τότε σε ισόγειο κι είχαμε εκείνη την ώρα επισκέπτες, κάτι γνωστές μας κυρίες.
Κάποια στιγμή ανασηκώθηκε από δυο ενωμένα χέρια η κουρτίνα, κι όλοι είδαμε στο
ανοιχτό παράθυρο το θείο να μας φωνάζει γελαστά: «Γεια σας, με μεταφέρουν
αλλού». Και προτού προλάβουμε ν’ αρθρώσουμε οτιδήποτε, η κουρτίνα έπεσε και
μείναμε αποσβολωμένοι. Ασφαλώς θα ’φυγε γιατί είδε τον ξένο κόσμο. Εντούτοις
σκάνδαλο μέγα δημιουργήθηκε, καθώς οι σουσουράδες εκείνες αποδείχτηκαν
κορακοζώητες. Τα κόκαλα του ανθρώπου προ πολλού έχουν λιώσει, και τα κόκαλα των
αντράδων τους έχουν λιώσει, ακόμα και των παιδιών τους, μα αυτές όταν
συνάζονται την ορισμένη μέρα τους, εξακολουθούν να λένε: «Ακούς εκεί, ο αναρχικός,
ο τεμπέλαρος!» Περιττό να πω πως ο μνημονευόμενος πέθανε σε λίγο από κάτι το
στηθικό, πνευμονία ίσως. Έτσι μας είπαν. Δεν είχε δημιουργήσει οικογένεια κι
έτσι ο σχετικός φάκελος μπήκε στο αρχείο.
Ο τρίτος γιος πέθανε σ’ ένα τρελάδικο του Παναμά, όπου είχε μεταναστεύσει
προτού εγώ γεννηθώ. Δούλευε σαν εργάτης ή επιστάτης εκεί στη διώρυγα – δεν ήταν
ξεκάθαρος στα γράμματά του. Στον Παναμά φαίνεται ότι γινόταν κακό, όλη η άφρα
της οικουμένης ήταν μαζεμένη. Γεγονός, πάντως, είναι πως μας έγραψε ότι θα
στείλει λεφτά να πάρουμε ένα μεγάλο σπίτι για όλη την οικογένεια, μα ξαφνικά
έπαψε ν’ απαντάει. Το γράμμα εκείνο ακόμα το ’χουμε και απορώ πώς δε το κάναμε
κορνίζα. Μαζί με τη χαρά, μας είχε δημιουργήσει κάποια οικογενειακή αναταραχή,
γιατί ο ξενιτεμένος, καθώς είχε ξεχάσει ή αγνοούσε μερικά θέματα, έθετε σαν όρο
να συγκατοικούν στο σπίτι όλοι οι συγγενείς μαζί. Ίσως όμως να ήθελε να τους
συμφιλιώσει. Και φαίνεται ότι τότε έλαβε μερικά γράμματα, κρυφά σταλμένα από
ορισμένους, που φοβούνταν πως τελικά θα μείνουν έξω απ’ τον πύργο αυτό της
Βαβέλ. Πάντως το γράμμα του είναι η μόνη απόδειξη πως πλησιάσαμε κι εμείς
κάποτε τ’ όνειρό μας να ριζώσουμε στους νέους τόπους. Καθώς μάθαμε αργότερα,
την εποχή εκείνη περίπου έβαλαν τον δόλιο το θείο στο τρελοκομείο, όπου και
πέθανε. Τον έθαψαν στον Παναμά, στα χώματα της διώρυγας. Ήταν πολύ όμορφος και
τον κυνηγούσαν ιδιαίτερα οι γυναίκες. Εδώ, πιστεύω, πρέπει να αναζητηθεί η
αιτία της τρέλας, της ερημιάς και του θανάτου του.
Δεν πρόκειται να εξιστορήσω πώς πέθανε ο πατέρας μου. Πέθανε, βέβαια, νέος κι
αυτός, αλλά ξαφνικά, πράγμα που είναι κάτι για μένα. Και ήταν απ’ όλα τ’
αδέρφια ο πιο καλά χρονολογημένος. Είχε γεννηθεί τότε που έγινε στην Τουρκία το
«Χουριέτ». Ο κόσμος έξω αγκαλιασμένος τραγουδούσε «Γιασασίν Χουριέτ…» κι αυτός
αγωνιζόταν να βγει στο φως: «Γουρλίδικο παιδί», είπαν όλοι.
Τα παιδιά της γιαγιάς μου, λοιπόν, ακολουθώντας τους παππούδες και τον μπαμπά
τους, πήγαν όλα από φυσικό θάνατο, με μια εξαίρεση ίσως. Και όλοι τους ανάμεσα
στα πενήντα με εξήντα. Ως τα πενήντα τους ήταν όλοι μια χαρά, από γιατρούς δεν
ήξεραν. Μόλις όμως καβατζάρανε τον μισό αιώνα, άρχιζε ραγδαία η φθορά. Αν
μερικοί τουλάχιστο είχαν πάει από βίαιο θάνατο, θα μου έμενε κάποιο περιθώριο
να πιστεύω πως είχαν πολλή ζωή ακόμα μέσα τους, μα βγήκε εκείνο το καταραμένο
δυστύχημα, η δολοφονία, ο ξυλοδαρμός, τα βασανιστήρια, και τους την έκοψε
απότομα. Εδώ όμως τα πράγματα είναι σαφή· όλοι τους ανάμεσα στα πενήντα με
εξήντα.
Παλιότερα, οι πρόωροι αυτοί θάνατοι είχαν συναισθηματική μόνο σημασία για μένα.
Κληρονομιές δεν είχαμε για να μαλώνουμε ούτε και να χαιρόμαστε. Κάτι βυζαντινές
εικόνες που υπήρχαν, ούτε ξέρω τι απέγιναν τελικά. Κι εγώ, φυσικά, τίποτε δεν
πρόκειται να κληροδοτήσω. Άλλωστε, και να είχα κάτι, σε ποιον θα το άφηνα; Από
την άλλη κιόλας μέρα τα βιβλία και τα χαρτιά μου θα πεταχτούνε έξω απ’ το
νοικιασμένο σπίτι. Μακάρι να ξαφριστούνε και μερικά από τίποτε νεαρούς. Θέλουν
να πούνε, πως όταν κλέψεις εικόνα, αυτή αμέσως γίνεται θαυματουργή. Για να την
κλέψεις, πάει να πει πως πολύ την αγαπούσες. Ίσως το ίδιο να γίνεται και με τα
βιβλία. Βέβαια, τα παραπάνω είναι γνώμες των παλιών ανθρώπων.
Περπατώ στους δρόμους και κοιτώντας τα ατέλειωτα σπίτια, τα άπειρα
διαμερίσματα, όλο κάτι τέτοια συλλογίζομαι: «Σε ποιον ανήκουν όλα αυτά; και
πώς, τέλος πάντων, τα έχουν αποχτήσει; και ποιοι είναι αυτοί οι ευτυχισμένοι,
που θα τα κληρονομήσουν;» Εγώ για διαμέρισμα, ακόμα και ημιυπόγειο, έχω πια
εντελώς απελπιστεί. Θα πρέπει να βάλω δάνειο, που θα εξοφληθεί στο διπλάσιο,
μέσα σε εικοσιπέντε χρόνια. Μα, πού να βρω τόσα λεφτά και προπάντων τόσα
χρόνια; Κι αν με διώξουν απ’ τη δουλειά ή αν πάθω κάτι, ποιος θα το εξοφλήσει;
Βλέπω ξεκάθαρα πως θα το καταπιεί και πάλι η τράπεζα και τα χαρτιά μου δε θ’
αποφύγουνε τη μοίρα του πεζοδρομίου. Ονειρεύομαι καμιά φορά πως έχω κτήμα.
Κτηματάκι βαθυπράσινο, όπου αναπαύεται η ψυχή. Και σχηματίζεται στο μυαλό μου η
γελοία σκέψη: «Κάτι κατέχω κι εγώ απ’ αυτόν τον πλανήτη». Σίγουρα είμαι για
δέσιμο.
Πηγαίνοντας για την Κασσάνδρα σε μια ήμερη πλαγιά είναι ένα υποστατικό γεμάτο
μυγδαλιές και γύρω κυπαρίσσια. Κάτω απ’ τα δέντρα βρίσκεται ένας τάφος, αγνοώ
τι γράφει η ταφόπετρα – πάντοτε τη βλέπω απ’ το λεωφορείο. Όταν διαθέτεις
τέτοιο τάφο έχεις ηρεμία ψυχική. Μπορείς να είσαι σίγουρος όχι μονάχα για την αθανασία
της ψυχής, μα ακόμα και για τη Δευτέρα Παρουσία. Θα χρειάζονται όμως
διατυπώσεις για να ταφείς στο κτήμα σου. Τα σπουδαία πράγματα δεν είναι ποτέ
εύκολα. Κι ύστερα, τι κάθομαι κα συζητάω; Στεγαστικά δάνεια για αγροκτήματα δε
χορηγούνται.
Είχα μυριστεί την κατάσταση και τις δυσκολίες. Ταράχτηκα εντούτοις πολύ, όταν
πριν από καιρό έπιασα μια ακαδημαϊκή δήθεν συζήτηση μ’ ένα φίλο γιατρό,
σπουδαγμένο στα ξένα. Απέξω απέξω έφερα την κουβέντα και στην κληρονομικότητα
του θανάτου. «Τι να σου πω», μου είπε. «Τ’ αγόρια κληρονομούν συνήθως την
ηλικία του πατέρα τους». Βουβάθηκα. Να, λοιπόν, η κληρονομιά μου. Και τα ’λεγε
αυτά, και άλλα χειρότερα, με μεγάλη πεποίθηση. Αυτουνού ο πατέρας ζει ακόμα,
ένα χούφταλο.
Έφυγα κουρελιασμένος, μολονότι δεν περίμενα πολύ διαφορετική απάντηση. Έλπιζα
πως θα μου έλεγε ότι μπορεί να κληρονομήσω τις γυναίκες, που είναι σχεδόν
αιωνόβιες. Ένα πλήθος πράγματα, που δεν είχα την ετοιμότητα να τα ρωτήσω,
έβραζαν μέσα μου. Το μόνο που γλύκαινε απαλά, ήταν πως εγώ δε θα κληροδοτούσα
σε κανέναν τη λουλουδένια αυτή ζωούλα. Τη νύχτα με συνεπήρε ο θυμός για τη
σιγουριά του γιατρού, μα και για τη δικιά μου ευπιστία. Πολλά παραδείγματα
ανθρώπων, που οι πατεράδες τους πέθαναν νέοι, ενώ αυτοί έζησαν πολύ, χάιδευαν
τρυφερά την ψυχή μου. Σε γενικές γραμμές όμως σαν να είχε δίκαιο ο φίλος
γιατρός. «Καλύτερα ν’ αρχίσω να προετοιμάζομαι», συλλογίστηκα. «Να βάζω πάντα
με το νου μου το χειρότερο, για να μην πέσω έξω. Οι πρόγονοί μου πέθαναν όλοι
νωρίς και ήταν και λεβέντες. Εγώ τι πρέπει να πάθω, που ούτε πρόβατα βόσκησα,
ούτε αμπέλια έσκαψα, ούτε καΐκια κυβέρνησα, ούτε καν κολύμπι ξέρω;»
Μα, δε βαριέσαι, γίνονται καμιά φορά και θαύματα.
Η μόνη κληρονομιά· Πεζογραφήματα. Αθήνα, Ερμής, 1974
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου